παγκάρι(ον)

παγκάρι(ον)
το ящик (прилавок в церкви, где продают свечи и пр.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παγκάρι(ον)" в других словарях:

  • παγκάρι — το (Μ παγκάριον) [πάγκος] εκκλησιαστικό έπιπλο που μοιάζει με τραπέζι, είναι τοποθετημένο συνήθως δεξιά τής δυτικής εισόδου και χρησιμεύει για την πώληση κεριών …   Dictionary of Greek

  • παγκάρι — το (υποκορ. του πάγκος, λ. ιταλ.), το τραπέζι του ναού όπου πουλιέται το κερί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»